- καλάμινος
- -η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)αρχ.αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος* (νεοελλ. και -ένιος*)].
Dictionary of Greek. 2013.