καλάμινος

καλάμινος
-η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)
αρχ.
αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος* (νεοελλ. και -ένιος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλάμινος — of reed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνων — καλάμινος of reed fem gen pl καλάμινος of reed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινον — καλάμινος of reed masc acc sg καλάμινος of reed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίναις — καλάμινος of reed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνη — καλάμινος of reed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνην — καλάμινος of reed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνης — καλάμινος of reed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνοις — καλάμινος of reed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνου — καλάμινος of reed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνους — καλάμινος of reed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”